- χημικοσύνθεση
- η, Νβιολ. βλ. χημειοσύνθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χημειοσύνθεση — και παλ. τ. χημικοσύνθεση, η, Ν βιολ. τύπος μεταβολισμού ορισμένων βακτηρίων κατά τον οποίο αυτά συνθέτουν τις αναγκαίες για τη ζωή τους οργανικές ενώσεις με τη χρήση τής χημικής ενέργειας που προέρχεται από την οξείδωση απλών ανόργανων… … Dictionary of Greek